- ρητινοσυλλέκτης
- ο, Ναυτός που συλλέγει την ρητίνη η οποία εκκρίνεται από πεύκο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρητίνη + συλλέκτης. Η λ., στον λόγιο πληθ. τ. ῥητινοσυλλέκται, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ἐφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρητινολόγος — ον, Α ο ρητινοσυλλέκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥητίνη + λόγος*] … Dictionary of Greek